-
1 ευεπεια
ἥ1) красота речи, красноречие Plat., Plut.εὐέπειαι λόγων Plat. — красивые словосплетения, словесные красоты
2) ласковая речь, доброжелательные слова -
2 εὐέπεια
A beauty of language, eloquence, Pl.Phdr. 267c;ἐν ταῖς ὁμιλίαις Ph.2.79
;εὐέπειαι λόγων Pl.Ax. 369d
; esp. with ref. to sound, euphony, D.H. Comp.23, al.: coupled with καλλιλογία, Id.Dem.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐέπεια
См. также в других словарях:
ευέπεια — εὐέπεια και ποιητ. τ. εὐεπίη, ἡ (Α) [ευεπής] 1. η ομορφιά στον λόγο, η ευφράδεια, η ευγλωττία («εὐέπειαι λόγων», Πλάτ.) 2. (για ήχο) ευφωνία 3. ευχετικοί, καλοί λόγοι («ἄξιος γὰρ εἶ, τῆς εὐεπείας εἵνεκα», Σοφ.) … Dictionary of Greek